- κεχριμπαρένιος
- -ια -ο [κεχριμπάρι]1. ο κατασκευασμένος από κεχριμπάρι2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεχριμπαριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεχριμπαρένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει κατασκευαστεί από κεχριμπάρι ή αυτός που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Έχει κεχριμπαρένιες χάντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σούκινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ήλεκτρο, κεχριμπαρένιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σούκινος εὐνοῡχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum «ήλεκτρο» (πρβλ. σούχινον)] … Dictionary of Greek